Θεσπρωτῶν

Θεσπρωτῶν
Θεσπρωτός
masc gen pl
Θεσπρωτοί
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεσπρωτία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου. Υιοθέτησε την ονομασία της από τους πρώτους κατοίκους της, τους Θεσπρωτούς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχικά, οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στη δυτική παραλία …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

  • ελέα — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας, χτισμένη τον 5o αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από το έλος που υπήρχε κοντά της. Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της φαίνεται ότι αποτελούσε το πολιτικό κέντρο του Κοινού των… …   Dictionary of Greek

  • φείδων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Θεσπρωτών της Ηπείρου, πλούσιος και φιλόξενος. Έζησε στα ομηρικά χρόνια. 2. Βασιλιάς του Άργους από τη γενιά του Τημένου, των μέσων ίσως του 7ου αι. π.Χ. Κατά τους χρόνους της βασιλείας του το Άργος έγινε …   Dictionary of Greek

  • Καλλιδίκη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τέσσερις κόρες του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού, αδελφή της Καλλιθόης. 2. Βασίλισσα των Θεσπρωτών, μητέρα του Πολυποίτη τον οποίο απέκτησε με τον Οδυσσέα. Μετά τον θάνατό της, ο Οδυσσέας ανέθεσε την… …   Dictionary of Greek

  • Κασσωπαίοι — Αρχαίοι κάτοικοι της Κασσωπαίας της Ηπείρου. Οι πόλεις τους βρίσκονταν μεταξύ της χώρας των Θεσπρωτών και του Αμβρακικού. Όμως ο Στράβων τοποθετεί τη χώρα τους στην είσοδο του Αμβρακικού και ο Πτολεμαίος στην περιοχή όπου κατοικούσαν οι Δόλοπες.… …   Dictionary of Greek

  • Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτία — η 1. αρχαία χώρα των Θεσπρωτών στην Ήπειρο. 2. νομός της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”